- αναγνωστεύω
- [αναγνώστης]1. είμαι ή γίνομαι αναγνώστης στην εκκλησία2. διδάσκομαι γραφή και ανάγνωση, μαθαίνω τα στοιχειώδη γράμματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναγνώστης — Ο όρος, εκτός από την καθιερωμένη του έννοια (αυτός που διαβάζει γενικά ένα γραπτό κείμενο), αναφέρεται ειδικότερα σε μια κατηγορία εργαζομένων στον χώρο του βιβλίου, που έχουν την ευθύνη να διαβάσουν ένα έργο που προτείνεται προς έκδοση και να… … Dictionary of Greek